Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2008

ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ

Αρχιμηνιά και αρχιχρονιά, κι αρχή καλός μας χρόνος.
Άγιος Βασίλης έρχεται, από την Καισαρεία.

Βασίλη πόθεν έρχεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;
από της μάνας μου έρχομαι και στο σχολειό μου πάω.

κάτσε να φας, κάτσε να πιεις, κάτσε να τραγουδήσεις.
Τραγούδια δεν ήξερα εγώ, μόν’ γράμματα μαθαίνω.

Αφού ήξερες γράμματα, πες μας την Άλφα-Βήτα.
ακούμπησε το ραβδάκι του, να πει την Άλφα-Βήτα.

Ξερό ήταν το ραβδάκι του, χλωρά βλαστά επέτα,
κι’ επάνω στους χλωρούς βλαστούς, πέρδικες κελαιδούσαν.

Κατέβηκε μια πέρδικα, να πιει νερό να φύγει,
κι έβρεχε τις φτερούγες της κι άγιασε τον αφέντη.

Εσένα πρέπει, αφέντη μου, καρέκλα καρυδένια,
για ν’ ακουμπάς τη μέση μου τη μαργαριταρένια.

και πάλι ξαναπρέπει σου, στ’ αλόγου καβαλάρης,
γιατί έχεις μπράτσα σίδερα, είσαι και παλληκάρι.

Πολλά παμε τ’ αφέντη μας, ας πούμε της κυράς μας.
Κυρά λιγνή, κυρά ψηλή, κυρά καμαροφρύδα,

Που χεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι
και του κοράκου το φτερό, τόχεις καμαροφρύδι.

Αν έχεις κόρη όμορφη, καλός γαμπρός την θέλει,
θέλει τους μύλους δώδεκα, θέλει τους μυλωνάδες,

θέλει αμπέλια ατρύγωτα, θέλει και τριγωμένα.
θέλει την κυρά θάλασσα, με όλα τα καράβια,

θέλει και τον κυρ-Βοριά, να τα καλαρμενίζει,
θέλει και τον κυρ-Νοτιά, να τα καλοπρεπίζει,

τα χοχλαδάκια του γιαλού, τα θέλει δακτυλίδια.
Αν έχεις γιό στα γράμματα και ξέρει το ψαλτήρι,
να δώσει ο Θεός κι Παναγιά, να βάλει πετραχήλι.

Σ’ αυτό το σπίτι πούρθαμε, η πόρτα ειν’ ασημένια,
του χρόνου σαν ξανάρθουμε, νάναι μαλαματένια.
Απάνω στο παράθυρο, κόκκινο τριαντάφυλλο,
Κάθεται μια περιστέρα, και του χρόνου τέτοια μέρα.


Από το βιβλίο του Γ.Κουβά:«Το χωριό μου το Σιβρισάρι».

Δεν υπάρχουν σχόλια: